- ντοματιά
- και τοματιά, η [ντομάτα]βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοματιά — η το φυτό Λυκοπερσικό το εδώδιμο, ο καρπός του οποίου είναι η ντομάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
τοματιά — η, Ν βλ. ντοματιά … Dictionary of Greek
ντομάτα — ντομάτα, η και τομάτα, η (λ. ιταλ.), ο καρπός του φυτού ντοματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)